μετάταξη

μετάταξη
η
1. η μετάθεση υπαλλήλου σε παρεμφερή θέση: Μετάταξη καθηγητών σε γραφεία του υπουργείου Παιδείας.
2. μετακίνηση αξιωματικού από ένα σώμα σε άλλο: Μετάταξη από το ναυτικό στην αεροπορία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μετάταξη — η (Α μετάταξις) [μετατάσσω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μετατάσσω, μεταβολή τής τάξης, τής σειράς, τακτοποίηση με άλλο τρόπο νεοελλ. 1. ναυτ. κάθε κίνηση ναυτικών δυνάμεων που γίνεται εν πλω με σκοπό την αλλαγή τού σχηματισμού,… …   Dictionary of Greek

  • μετατάξῃ — μετατάξηι , μετάταξις change in the order of battle fem dat sg (epic) μετατάσσω transpose aor subj mid 2nd sg μετατάσσω transpose aor subj act 3rd sg μετατάσσω transpose fut ind mid 2nd sg μετατάσσω transpose aor subj mid 2nd sg μετατάσσω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθορισμός — Η εκπομπή από μερικές ουσίες ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων συχνότητας μικρότερης από τις συχνότητες που αποτελούν την προσπίπτουσα ακτινοβολία. Το φαινόμενο παρατηρήθηκε αρχικά στον φθορίτη, με τη διαπίστωση ότι, όταν το φως διασχίσει έναν κρύσταλλο… …   Dictionary of Greek

  • παραγωγή — Η ενέργεια του παράγω. Λέγεται επίσης και η νοητική διαδικασία κατά την οποία από μια ή περισσότερες κρίσεις (προτάσεις) φτάνουμε σε ένα συμπέρασμα ή, γενικότερα, συλλογισμό που από το γενικό οδηγεί στο μερικό. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”